ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ των ΠΑΔΩΝ από τα γερμανικά στρατεύματα του Χίτλερ

Στο χωριό ΠΑΔΕΣ, το αρχοντοχώρι της Πίνδου με την περίσσια ομορφιά, που είναι χτισμένο στους πρόποδες του όρους ΣΜΟΛΙΚΑ. Σπίτια χτισμένα από παδιώτικα χέρια, ειδικά από τους Βαϊνάδες και τους Μεσσήδες, αλλά και από όλες τις ηπειρώτικες κομπανίες μαστόρων. Πέτρινα σπίτια, διώροφα-τριώροφα, διακοσμημένα στο περιβάλλον του χωριού. Το χωριό λοιπόν αυτό έκαψαν οι ορδές των ΝΑΖΙ, οι Γερμανοί του Χίτλερ. Έκαψαν όλο το χωριό, κατέστρεψαν τα πάντα (ολοκαύτωμα). Άφησαν μόνο τις εκκλησίες.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ο Διοικητής των Γερμανών κάλεσε τότε όλους τους Προέδρους των κοινοτήτων της περιοχής στο Μπουραζάνι Κόνιτσας, προκειμένου να τους προειδοποιήσει για το αντάρτικο που υπήρχε στα βουνά. Να μην εμποδίσουν-πειράξουν τα Γερμανικά στρατεύματα. Στο κάλεσμα, πολλοί από τους Προέδρους δεν πήγαν. Πρόεδρος τότε του χωριού μας ήταν ο κ. Αθανάσιος Ρώσσιος και γραμματέας ο κ. Αδάμος Καπράνης.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

Οι Γερμανοί πήραν την απόφαση να κάμψουν τις επιθέσεις των Ελλήνων της Αντίστασης και να καταστρέψουν τα χωριά, προπαντός της κοιλάδας του Αώου ποταμού. Φήμες πολλές, ο κόσμος ανάστατος, ο φόβος κυλούσε σε κάθε πατριώτη «Έρχονται οι Γερμανοί. Καταστρέφουν στο πέρασμά τους, σκοτώνουν, ρημάζουν». Μια αμηχανία επικρατούσε. «Τι θα κάνουμε; Θα μείνουμε στο χωριό, κοντά στα σπίτια μας ή θα φύγουμε να κρυφτούμε, σε απόμερα από το χωριό μέρη; Που θα αφήσουμε την περιουσία μας, τα υπάρχοντά μας;». «Βρε πατριώτη, απαντούσε άλλος, την περιουσία μας θα κοιτάξουμε, ή να γλιτώσουμε από το θάνατό, το θάνατο των οικογενειών και των παιδιών μας;»

Οι Γερμανοί ξεκίνησαν από την Κόνιτσα με την διαταγή να μην μείνει τίποτα όρθιο. Παντού φωτιά και όπου έβρισκαν αντίσταση, θάνατο χωρίς έλεος. Τότε οι παππούδες και οι πατεράδες μας πήραν την απόφαση για ομαδική κάθοδο όλων των κατοίκων προς το ποτάμι και αν έφταναν και εκεί οι Γερμανοί τότε να περάσουμε το ποτάμι και να πάμε προς το Παλαιοχώρι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά κάθε ηλικίας και οι μεγάλοι φορτωμένοι με λίγα σκεπάσματα και στο ντορβά τους λίγα τρόφιμα, μη γνωρίζοντας πως-πότε θα ξαναεπιστρέψουμε στο χωριό. Κλάμα και αναστεναγμούς άκουγες παντού. Από στόμα σε στόμα οι λέξεις «ΚΑΤΑΡΑ ΣΤΟΥΣ ΒΑΝΔΑΛΟΥΣ».

Κατά ομάδες κατηφορίζαμε κάτω από την μικρή Παναγιά. Ένα γερμανικό αεροπλάνο (τύπου Ντακότα) έφερνε συνέχεια γύρες-βόλτες πάνω από το χωριό και πάνω από τα κεφάλια μας. Οι πατεράδες μας, μόλις έφτανε από πάνω μας, μας έβαζαν κάτω από βράχια και από δέντρα… δεν περιγράφονται αυτές οι στιγμές. Αγαπητοί χωριανοί, φίλοι, νέοι, όσοι δεν ζήσανε εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούν να καταλάβουν σε τι ψυχική κατάσταση βρισκόμασταν. Τα παιδιά έκλαιγαν, οι μεγάλοι φώναζαν «Ησυχία, μη μας ακούσουν οι Γερμανοί». Φόβο και τρόμο έβλεπε κανείς στα πρόσωπα των μεγάλων. Τελικά φτάσαμε σ’ ένα σημείο, λίγο επάνω από την τοποθεσία ΜΠΑΛΤΑ. Σ’ ένα μικρό καταρράκτη του μυλοποτάμου άρχισε ο καθένας να βρίσκει ένα προστατευμένο μέρος. Κάτω από κάποιο βράχο ή ένα δέντρο και δεν ξέραμε τι περιμέναμε. Εκεί που οι πατεράδες μας καθόταν αμίλητοι, κάποιος με θλιμμένη, βραχνή φωνή φωνάζει: «ΠΑΙΔΙΑ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΚΑΙΓΕΤΑΙ!». Γυρίσαμε όλοι τα κεφάλια και αντικρίσαμε μαύρο καπνό και φλόγες. Δυστυχώς φίλοι μου αυτό ήταν το τέλος. Το χωριό μας καιγόταν από άκρη σε άκρη. Οδυρμός, κλάμα, φωνές, σιγανές κατάρες άκουγες. Όλα τα μάτια δακρυσμένα. «Πάνε τα σπίτια μας. Πάει το χωριό μας. Τι θα απογίνουμε τώρα; Προσπαθούσαν οι μεγάλοι να μας καθησυχάσουν, αλλά τίποτα».

   
   
© Πολιτιστικός, Ορειβατικός & Εξωραϊστικός Σύλλογος Παδιωτών "Ο ΣΜΟΛΙΚΑΣ"